- μεταμορφώνομαι
- μεταμορφώνομαι, μεταμορφώθηκα, μεταμορφωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek
αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… … Dictionary of Greek
αλλομορφώ — ἀλλομορφῶ ( έω) (Α) [ἀλλόμορφος] αλλάζω μορφή, μεταμορφώνομαι … Dictionary of Greek
αμειψιρρυσμώ — ἀμειψιρρυσμῶ ( έω) (Α) αλλάζω σχήμα, μεταμορφώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμειψίρρυσμος < ἀμειψι * + ῥυσμὸς «ρυθμός»] … Dictionary of Greek
απαιγειρούμαι — ἀπαιγειροῡμαι ( όομαι) (Α) μεταμορφώνομαι σε αίγειρο, σε λεύκα … Dictionary of Greek
αποβόομαι — ἀποβόομαι (Μ) μεταμορφώνομαι σε αγελάδα («τῆς ἀποβοωθείσης Ίοῡς») … Dictionary of Greek
αποδενδρούμαι — ἀποδενδροῡμαι ( όομαι) (Α) 1. (για δέντρα) μεγαλώνω, αυξάνομαι 2. μεταμορφώνομαι σε δέντρο … Dictionary of Greek
απομορφώ — ἀπομορφῶ ( όω) (AM) μσν. ( ῶ) μεταμορφώνω αρχ. ( οῡμαι) μεταμορφώνομαι … Dictionary of Greek
αποταυρούμαι — ἀποταυροῡμαι ( όομαι) (Α) 1. κοιτάζω άγρια όπως ο ταύρος 2. μεταμορφώνομαι σε αγελάδα (για την Ιώ) … Dictionary of Greek
αστερώνω — (Α ἀστερῶ, όω) [αστήρ] Ι. νεοελλ. 1. στολίζω κάτι με άστρα 2. γεμίζω αστέρια («αστέρωσε ο ουρανός») αρχ. μεταμορφώνω κάποιον ή κάτι σε αστέρι II. ( ώνομαι) μεταμορφώνομαι σε αστέρι αρχ. ( ούμαι) γεμίζω άστρα νεοελλ. (μτχ.) αστερωμένος… … Dictionary of Greek